“Ο Άγιος Της Θάλασσας Και Της Καρδιάς Μας”

Spread the love

Άρθρο του αρχιμ. Δαμασκηνού Κιαμέτη,
Πρωτοσυγκέλλου της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος και Αλμυρού

Στο Αχιλλίου Πόλις Βιβλίο της Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης και Τυρνάβου

Ο ΑΓΙΟΣ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΜΑΣ
Μέ τή φουρτούνα καί τό Σιρόκο
ἦρθε μία σκούνα ἀπ’ τό Μαρόκο.
Μέ τόν ἀγέρα καί μέ τ’ ἀγιάζι
πάει μία μπρατσέρα γιά τή Βεγγάζη.
Μέ τόν ἀσίκη τόν μπουρλοτιέρη
ἦρθε ἕνα μπρίκι ἀπό τό Ἀλγέρι.
Μέ τήν Ἑλλάδα καραβοκύρη
πάει μία φρεγάτα γιά τό Μισίρι.
Ἅγιε Νικόλα, παρακαλῶ σε
στά πέλαγα ὅλα λουλούδια στρῶσε.
Τό τόσο ἁπλό ἀλλά καί τόσο ὑπέροχο αὐτό ποίημα τοῦ Νίκου Γκάτσου, πού μελοποιήθηκε ἀπό τόν Μάνο Χατζιδάκι, εἶναι ἡ ἴδια ἡ ψυχή
γενεῶν καί γενεῶν Ἑλλήνων ναυτικῶν ἀλλά καί τῶν οἰκείων τους πού ἐναπόθεσαν τούς πόθους, τίς ἀγωνίες, τίς ἐλπίδες ἀλλά καί τήν εὐγνωμοσύνη τους
μπροστά στά πόδια τοῦ μεγάλου Ἁγίου των ναυτικῶν μας, τοῦ Ἅϊ-Νικόλα.
Τό γένος μας τό ἑλληνικό ἀξιώθηκε νά περιβάλλεται ἀπό νέφος Ἁγίων, μέ τόν
καθένα νά ἔχει τή δική του χάρη καί νά συνδέεται κάπως ἰδιαίτερα μέ ἕναν τόπο.
Ταξιδεύει κανείς στήν Ἑλλάδα καί βρίσκει σέ κάθε πόλη καί χωριό ἕναν πολιοῦχο
ἤ ἕναν προστάτη Ἅγιο. Ἀλλά καί σέ κάθε οἰκογένεια, στό εἰκονοστάσι, δίπλα
στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἤ τῆς Παναγιᾶς, ἰδιαίτερη θέση κατέχει κάποιος Ἅγιος
πού θυμίζει κάποιο θαῦμα ἤ μιά ἰδιαίτερη πατρίδα. Λίγοι ὅμως, ἐλάχιστοι εἶναι
ἐκεῖνοι οἱ Ἅγιοι πού κατέχουν στίς ἑλληνικές καρδιές ὅπου γῆς τόσο περίοπτη
θέση καί πού γεννᾶνε τόσο γλυκά συναισθήματα ὅσο ὁ ἅγιος Νικόλαος.


Νά ᾽ναι, ἄραγε, ὁ βίος του ὁ γεμάτος ἀπό πραότητα καί φιλανθρωπία πού
διαπότισε τήν ὀρθόδοξη παράδοσή μας;
Νά ᾽ναι ἄραγε ἡ γλυκύτατη χαρακτηριστική μορφή, πού σπάνια ἀπουσιάζει
ἀπό ἐκκλησίες καί ξωκλήσια;
Ἤ μήπως εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς γιορτῆς του, ἡ 6η Δεκεμβρίου, πού οὐσιαστικά
ἀνοίγει τόν κύκλο τῶν χριστουγεννιάτικων ἑορτῶν καί φέρνει στή μνήμη ὅλες
τίς παιδικές γλυκές ἀναμνήσεις τους;
Ὅ,τι κι ἄν εἶναι, ὁ ἅγιος Νικόλαος ἔχει δώσει τό ὄνομά του σέ μυριάδες
Ἕλληνες χριστιανούς ὀρθόδοξους, ἴσως στούς περισσότερους ἀπό κάθε ἄλλον
Ἅγιο, καί κάθε φορά πού τό ὄνομά του ἀκούγεται, εἶναι σά μία θαλασσινή
αὔρα νά χαϊδεύει τό πρόσωπο καί σάν κάτι ἀπό ἁλμύρα νά βρέχει τά χείλη μας.
Ἡ σχέση τοῦ Ἅϊ-Νικόλα μέ τή θάλασσα ξεκινάει ἀπό τόν τόπο τῆς καταγωγῆς ἀλλά καί ἀργότερα τῆς ἐπισκοπικῆς του διακονίας. Ἡ Λυκία, ὅπως καί
οἱ γειτονικές περιοχές τῆς Κιλικίας καί τῆς Παμφυλίας, ἦταν γνωστές ἀπό τήν
ἀρχαιότητα γιά τή ναυτική τους παράδοση. Οἱ ἀκτές ἦταν «τραχεῖες καί χαλεπές» ἀλλά καί «εὐλίμενες σφόδρα»· προσέφεραν δηλαδή ἀσφαλεῖς λιμένες
στούς ναυτικούς, σύμφωνα μέ τήν περιγραφή τῆς περιοχῆς ἀπό τόν γεωγράφο
τοῦ 1ου αἰῶνα μ.Χ. Στράβωνα1
. Οἱ κάτοικοι ἦταν ἐπιδέξιοι ναυτικοί καί τρομεροί πειρατές καί γι᾽ αὐτό ἡ ἐπάνδρωση τοῦ βυζαντινοῦ στόλου –ἐμπορικοῦ
καί πολεμικοῦ– γινόταν κατά κανόνα ἀπό τίς περιοχές αὐτές2
. Τά πλούσια
κωνοφόρα δάση χρησιμοποιοῦνταν γιά τή ναυπήγηση πλοίων3. Αὐτά ἦταν τά
ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τῆς Λυκίας, ὅπου γεννήθηκε καί ἀνδρώθηκε ὁ προσφιλής μας Ἅγιος.
Ἀπό τά πρῶτα χριστιανικά χρόνια γίνονται γνωστά θαύματά του πού συνδέονται μέ τή θάλασσα, κάτι πού καθιστᾶ τόν Ἅγιο τόν ἀναμφισβήτητο διάδοχο τῶν Διόσκουρων, τῶν προστατῶν τῶν ναυτικῶν στήν περιοχή αὐτή κατά
τήν ἐποχή τῆς εἰδωλολατρίας.
Ἡ φήμη του καί ἡ χάρη του ὅμως δέν ἦταν δυνατόν νά περιοριστοῦν σέ
ἕναν τόπο. Τό ὄνομά του πῆρε ὅλα τα χαρακτηριστικά τοῦ θαλασσινοῦ νεροῦ
πού στολίζει ἀκρογιαλιές, σκάβει θαλασσινές σπηλιές στούς βράχους, ταξιδεύει ἐλεύθερο καί καμία δύναμη δέν μπορεῖ νά τό περιορίσει. Ἔτσι καί ὁ


ἅγιος Νικόλαος στόλισε τά τέμπλα στά νησιώτικα ξωκλήσια, ἔσκαψε τίς τραχιές ψυχές μέ πραότητα, ταξίδεψε γιά νά συναντήσει τίς καρδιές ὅλων τῶν
κατοίκων τῆς Ἑλλάδας, πού κάθε πρωί ἀνοίγουν τό παραθύρι τους καί ἀντικρίζουν τήν μαγευτική θάλασσα.
Περνοῦσαν τά χρόνια, περνοῦσαν οἱ αἰῶνες, καί ὁ Ἑλληνισμός ἀκολουθοῦσε τήν ἀρχέγονη μοίρα του: Νά ζεῖ ἀπό τή θάλασσα, νά σώζεται ἀπό τή
θάλασσα, νά ἑνώνεται μέ ἄλλους λαούς μέσα ἀπό τή θάλασσα, νά προκόβει
μέ σύντροφο τή θάλασσα.
Αὐτή ἡ σύντροφος, πού πολλές φορές χαιρόταν τόν ἄντρα γιά περισσότερα
χρόνια ἀπό ὅ,τι μία ἀρραβωνιαστικιά, μία σύζυγος ἤ μία κόρη. Αὐτή ἡ σύντροφος πού πολλές φορές δέν δεχόταν νά χάσει τόν ναυτικό κι ἦταν ἐκείνη πού
τοῦ ᾽δινε τήν τελευταία ὑγρή του κατοικία.
Αὐτή τή θάλασσα, ἐλπίδα καί κατάρα, εὐλογία καί τραγωδία, γιά ζωή ἀλλά
καί γιά θάνατο ἔμαθαν οἱ Ἕλληνες νά λατρεύουν καί νά φοβοῦνται, νά τήν
ταξιδεύουν καί νά μήν μποροῦν νά τή δαμάσουν. Ἔμαθαν νά ζοῦν μέ τίς ἀνίκητες δυνάμεις της καί τήν ἀπειλή της καί κατάλαβαν γρήγορα πώς οἱ ἀνθρώπινες δυνάμεις δέν ἀρκοῦν γιά νά τήν ὑποτάξουν. Γι᾽ αὐτό καί στράφηκαν
στόν ἅγιο Νικόλαο ἀναζητώντας προστασία, παρηγοριά κι ἐλπίδα. Κι ἐκεῖνος
ἔγινε σύντροφος, συγγενής καί πῆρε θέση δίπλα σε κάθε τιμόνι μικροῦ καί
μεγάλου πλεούμενου. Τή ματιά του ἔμαθε νά ζητᾶ ὁ τιμονιέρης καί τήν προστασία του ἔμαθε νά ζητᾶ ὁ καπετάνιος, τήν ὥρα πού ᾽βλεπε τό κύμα νά ᾽ρχεται ἀπειλητικό καί ἕτοιμο νά καταπιεῖ τό σκαρί.
Εἶναι ἡ ἴδια μορφή, πού γιά αἰῶνες γέμιζε μέ βάλσαμο τίς ψυχές τῶν
γυναικῶν, μανάδων καί συζύγων, ὅταν τά νέα ἀπό τό ταξίδι τοῦ ἀνδρός
ἀργοῦσαν καί ὅταν ἔφθαναν στό νησί ἱστορίες καί φῆμες γιά φοβερές τρικυμίες πού συνάντησαν οἱ γολέτες καί τά μπρίκια τῶν ἀγαπημένων.
Πῶς νά μή γίνει ὁ ἀγαπημένος Ἅγιος των Ἑλλήνων αὐτός πού σκούπισε
τόσα δάκρυα ὅσο ὅλα τά ἑλληνικά πέλαγα; Πῶς νά μήν λατρευτεῖ αὐτός πού
προστάτεψε θαυματουργικά, τόσες φορές, ὅσα τά κοχύλια πού ξεραίνει ὁ
ἥλιος στίς ἑλληνικές ἀμμουδιές;
Προστάτης καί φίλος καί συγγενής ἔγινε ὁ ἅγιος Νικόλαος. Παραμέρισε τόν
παλιό θεό τῆς θάλασσας, τόν φοβερό Ποσειδῶνα μέ τό ἄγριο πρόσωπο καί
τήν ἀπειλητική τρίαινα. Ἐκεῖνος ἦταν ὁ δυνατός καί συχνά ὁ ἄδικος καί αὐθαίρετος στό σκόρπισμα τῶν καταιγίδων καί τῶν τυφώνων. Ἡ μορφή ὅμως τοῦ
ἁγίου Νικολάου γλύκανε τίς ψυχές τῶν ναυτικῶν καί, ἐκτός ἀπό τή φοβερή
του προστασία, ἔγινε εἰκόνα πραότητας, ἐγκράτειας διδάσκαλος, πλοῦτος


ψυχῆς παρά τή φτώχεια, καί συνοδοιπόρος πρός τά ὑψηλά μέ ὁδηγό τήν
ταπείνωση.
Στό πρόσωπό του συμπυκνώνονται ὅλα τά στοιχεῖα τῆς ὀρθόδοξης πίστης
μας: Τό ἀναλλοίωτο δόγμα, ἡ ἐγκράτεια τῆς ζωῆς, ἡ γαλήνη τῆς προσευχῆς, ἡ
συντροφικότητα καί ἡ διαρκής ἁγιαστική παρουσία. Καί δέν εἶναι καθόλου
τυχαῖο πώς οἱ Ἕλληνες ναυτικοί μέ τή δική του εὐλογία, ἀπό αἰῶνες μέχρι
σήμερα, μετατρέπονται σέ φύλακες ἀγγέλους ὅλων ἐκείνων πού βρίσκονται
θαλασσοδαρμένοι, εἴτε μετά ἀπό ναυάγιο εἴτε ριγμένοι ἀπό ἀδίστακτους δουλεμπόρους καί διακινητές στήν ἀγριεμένη θάλασσα. Ἀπ᾽ ὅλο τόν ἑλληνικό βίο,
πουθενά ἀλλοῦ περισσότερο ἀπ᾽ ὅ,τι στή θάλασσα, δέν φανερώνεται πιό
ἀντρειωμένο, πιό συντρεχτικό, πιό θυσιαστικό τό πρόσωπο τοῦ Ἕλληνα.
Ἔμελλε καί στούς καιρούς μας, τό πρόσωπο αὐτό νά γίνει ἡ σωτηρία γιά
ψυχές κατατρεγμένες, παίγνιο στίς βλέψεις ἄνομων ἡγετῶν καί στά σχέδια
σκοτεινῶν κέντρων. Τήν ὥρα πού καρυδότσουφλα γεμάτα ἀπελπισμένους
πρόσφυγες ἤ μετανάστες βυθίζονται ἀπό χέρια δουλεμπόρων, πλεούμενα μέ
τοῦ Ἅϊ-Νικόλα τή μορφή στή γέφυρα δέν ἄφησαν τή θάλασσα νά γίνει ὑγρό
μνῆμα κι ἅπλωσαν χέρι χωρίς νά ρωτήσουν το «πῶς» καί τό «γιατί». Κι ἀλήθεια, τί νά ρωτήσεις, ὅταν ἡ ζωή ἀπό τόν θάνατο ἀπέχει μιά ἀνάσα;
Καί νά πού πάλι, ὅπως ἐκείνους τούς καιρούς, τούς ἄγριους, πού ἡ θάλασσα ἔφερνε μέσα στή νύχτα τῶν πειρατῶν τήν ἁρπαγή καί τό σκλάβωμα, γέμισε
τό Αἰγαῖο μας πέλαγος ἀπό πλεούμενα, ἀπόγονους τοῦ ντελινιοῦ τοῦ Καρᾶ
Ἀλῆ. Μπορεῖ καί νά μήν ἀλλάζουν οἱ καιροί καί μόνον νά κάνουν κύκλους.
Μπορεῖ κι ὁ Ἅϊ-Νικόλας πού ἄκουσε τό τάμα τοῦ Κανάρη πρίν ἀνατινάξει τήν
τουρκική ναυαρχίδα, νά εἶναι καί πάλι ἕτοιμος ν΄ ἀκούσει τά τάματα τῶν ἀπογόνων του, πού αὐτή τήν ὥρα πού μιλᾶμε, σηκώνουν τεῖχος, ὄχι ξύλινο σάν τά
καράβια τοῦ Θεμιστοκλῆ, ἀλλά ἀτσαλένιο, ἕτοιμο νά ἀνακόψει τήν ὁρμή τῆς
βαρβαρότητας. Μπορεῖ τά πυρπολικά νά γίνανε φρεγάτες καί οἱ γολέτες ἀντιτορπιλικά. Στή γέφυρα ὅμως, ἀκόμη καί τοῦ πιό ἐξελιγμένου πολεμικοῦ πλοίου
πού κυματίζει ἡ ἑλληνική σημαία, αὐτός, ὁ ἴδιος, ὁ παλιός καί τωρινός Ἅγιος,
πού πῆρε τοῦ Χριστοῦ τόν λόγο, ὅταν καθησύχαζε τούς Μαθητές Του στή
θάλασσα τῆς Τιβεριάδας, τόν φωνάζει πάλι, δυό χιλιάδες χρόνια μετά:
«Μή φοβεῖσθε!».
Ὁ κάθε λαός ἔχει τήν μοῖρα του. Κι ἀνάλογα τήν μοῖρα του, διαλέγει καί
τούς προστάτες του. Ὁ ἅρπαγας, σέ ποιόν Θεό νά σηκώσει τά μάτια; Καί νά
ζητήσει τί; Αὐτός ὅμως πού τάχτηκε νά κρατᾶ μέ νύχια καί μέ δόντια ἀναμμένο
ἕναν δαυλό εἰρήνης καί πολιτισμοῦ, τοῦ μόνου πού μπορεῖ νά μερώσει τήν


ἄγρια ἀνθρώπινη ψυχή, βρίσκει τήν παρρησία νά στραφεῖ στόν οὐρανό καί νά
ζητήσει βοήθεια γιά τό κακό καί τ᾽ ἄδικο. Ἔτσι ἔκανε, ὅταν ἡ θρασύδειλη τορπίλη ἀνατίναζε τήν ΕΛΛΗ. Ἔτσι κάνει καί τώρα μέ μιά ψυχή, τήν ψυχή τῶν
ναυτῶν τοῦ Πολεμικοῦ Ναυτικοῦ μας, πού ἀρμενίζουν καί ὑπερασπίζονται
ἐκεῖνα πού τιμοῦν τόν ἄνθρωπο: Τό δίκαιο καί τήν εἰρήνη. Κι ὅσο τά παιδιά
αὐτά κοιτοῦν ψηλά κι ὅσο δέν πείθονται πιά ἀπ᾽ τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων,
πάλι ὁ ἴδιος Ἅγιος θά βρεθεῖ καί θά κάνει αὐτό πού κάνουν πάντα ἡ Παναγία
καί οἱ Ἅγιοι: Θά ἀνατρέψει τίς ἀπατηλές ἀνθρώπινες ἰσορροπίες καί θά χαράξει στά μέτωπά τους καί στό κῦμα ἕναν σταυρό· αὐτόν πού στάθηκε πάντοτε
μωρία γιά τούς εὐφυεῖς καί χλεύη γιά τούς δυνάστες. Αὐτόν πού πάλι θά ἐπιβάλλει μιά μυστική τάξη, πού τήν ἀντιλαμβάνονται ὅσοι ἐμπιστεύονται τ΄
ἀόρατα.
Οἱ ἄλλοι νομίζουν πώς πλέουν πάνω σέ νερό, ἐμεῖς ὅμως τό ξέρουμε: Οἱ
θάλασσες, μέ πρῶτο το Ἀρχιπέλαγος, μοσχοβολοῦν, γιατί αὐτό πού φαίνεται,
νερό δέν εἶναι. Εἶναι τό μῦρο τοῦ Ἅϊ-Νικόλα πού δέν σταμάτησε νά ἀναδύεται
ἀκόμη καί ὅταν τό λείψανό του ἁρπάχτηκε καί ταξίδεψε γιά ἄλλες χῶρες,
χωρίς εὐτυχῶς οἱ καταιγίδες καί οἱ καιροί νά τό ἐξαφανίσουν. Εἶναι τό μῦρο
πού γεμίζει μοσχοβολιά τίς πόλεις πού τόν ἔχουν πολιοῦχο τους: τήν Ἀλεξανδρούπολη, τόν Βόλο, τό Γαλαξίδι, τήν Ἑρμούπολη, τήν Πάργα, τή Σητεία,
ἀλλά καί τή Μόσχα, τό Μπάρι, τό Ἄμστερνταμ, τό Λίβερπουλ.
Ἡ θάλασσα θά συνεχίσει νά εἶναι γιά ἐμᾶς τούς Ἕλληνες ὅ,τι ἦταν πάντα:
Ἡ καταφυγή μας, ἡ ἐλπίδα μας, ὁ πλοῦτος μας, ἡ παρηγοριά μας. Μόνο πού
δέν πρόκειται γιά ἕνα νεκρό ὑγρό στοιχεῖο. Κάθε της κῦμα, κάθε της ἀναρίγισμα, θά μείνει γιά πάντα πινελιά σέ μία τεράστια ἁγιογραφία τοῦ Ἅϊ-Νικόλα,
εἰκόνα ἀχειροποίητη καί ἁπλωμένη ἀπό τήν Κέρκυρα ὥς τήν Κύπρο, εἰκόνα
προστασίας, ὅταν πιά δέν θά ἔχουμε νά περιμένουμε τίποτα ἀπό τούς ἰσχυρούς αὐτοῦ τοῦ κόσμου.
Καί ἀπό αὐτή τή γωνιά τῆς γῆς, πού δέν μπορεῖ νά ξεχωρίσει τό γαλάζιο
τ᾽ οὐρανοῦ ἀπ᾽ τό γαλάζιο της θάλασσας καί τή ζωή της ἀπ᾽ τήν πίστη της,
τό πρόσωπο τοῦ Ἁγίου μέ τά ρουφηγμένα μάγουλα καί τήν συντρεχτική ματιά,
θά περικλείει τήν ὑδρόγειο, κάνοντας τό ἁλμυρό νερό νά μοιάζει ροδόσπαρτο
γιά ὅσους δέν θά πάψουν νά λαχταροῦν ἕνα ταξίδι γιά ἐκεῖ πού ἄκρη δέν ἔχει
ὁ οὐρανός.

Διαβάστε το άρθρο κάνοντας κλικ στην εικόνα.