Ἄκουσε Κύριε.

Spread the love

Τοῦ Σεβ. ΜητροπολίτουΛαρίσης καί Τυρνάβου κ. Ἱερωνύμου

Ἄκουσε Κύριε. Εἶναι ἡ πρώτη Μεγάλη Πέμπτη τῆς ζωῆς μου χωρίς νά Σέ ἔχω μεταλάβει. Εἶναι ἡ πρώτη φορά πού Σέ δοξάζω γιά τήν παράδοση τοῦ φρικτοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας, τοῦ ὑπέρτατου δώρου στόν κόσμο Σου, χωρίς νά τό ἔχω λάβει. Εἶναι ἡ πρώτη φορά ἐδῶ καί χρόνια, πού τέτοια μέρα δέν Σέ διακονῶ μπροστά στό πυρίφλεκτο Θυσιαστήριο, ἀλλά στέκομαι ἀπ’ ἔξω. Γιατί; Γιατί δέν ὑπάρχει φέτος κάποιος ἄλλος νά σταθεῖ ἐκεῖ ἔξω, Κύριε. 

Ἄκουσε Κύριε. Δέν κλονίζεται η πίστη μου σε Σένα, οὔτε ἀπέχω τοῦ Ποτηρίου τῆς Ζωῆς γιατί φοβᾶμαι γιά τόν ἑαυτό μου. Ἄλλωστε εἴκοσι-τρία χρόνια λειτουργός Σου, ξέρεις Ἐσύ… Δέν θέλω νά ξεχωρίσω με κανέναν τρόπο ἀπό τούς ἀδελφούς καί συλλειτουργούς. Ἐπιπλέον, ἡ δυσκολία τοῦ ἀγῶνα, τό πειρασμικό τῶν ἡμερῶν καί ὁ κίνδυνος τοῦ θανάτου μᾶς ὑπενθυμίζουν τήν ἀνάγκη νά εἴμαστε σώφρονες. Ἔπειτα, τό Θυσιαστήριο δέν μένει ἀνενεργό. Οἱ Ἱερεῖς Σου Κύριε, τό διακονοῦν καί προσφέρουν τήν ἀναίμακτο Θυσία ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου Ζωῆς καί Σωτηρίας. Δέν μᾶς στερεῖς τή Χάρη Σου Κύριε. 

Ἄκουσε Κύριε. Κατανοῶ ὅτι δέν εἴμαστε ἱκανοί νά ζητᾶμε τά Τίμια Δῶρα. Κατανοῶ ὅτι αὐτά εἶναι δωρεά Σου πρός τόν ἄνθρωπο. Κατανοῶ ὅτι εἴμαστε ἀνάξιοι αὐτῆς τῆς δωρεᾶς. Ἐξάλλου οἱ Κληρικοί Σου κάθε φορά πού τελοῦμε τή Θεία Λειτουργία, μόνοι μας ἐκφέρουμε τήν καταδικαστική ψῆφο ἐναντίον μας: «οὐδείς ἄξιος…»! Παρακάτω ὅμως Κύριε, ὑπάρχει κάτι ἄλλο, ὑπάρχει ἕνα «ἀλλ’ ὅμως», ὑπάρχει αὐτό πού σηκώνει ἀπό τίς πλάτες μας τό ἀβάστακτο φορτίο καί μᾶς ἐνθαρρύνει νά συνεχίσουμε. «Ἀλλ’ ὅμως, διά τήν ἄφατον καί ἀμέτρητόν σου φιλανθρωπίαν…». Μή συστείλεις, μήν ἀναστείλεις, μήν περιστείλεις τή φιλανθρωπία Σου Κύριε.

Ἄκουσε Κύριε. Δέν δικαιούμαστε νά Σέ κατηγορήσουμε γιά τίποτα. Ἐξάλλου, ἔφτασε νά γραφεῖ ἀκόμη καί ἀπό ἀνθρώπους πού δέν ξέρουν ἀκόμη πόσο ἀνάγκη Σέ ἔχουν, ὅτι «οἱ πανδημίες δέν εἶναι θεία δίκη, εἶναι ἀνθρώπων ἔργα». Ἑσὐ μᾶς ἔβαλες διαχειριστές τῆς φύσης καί τοῦ κόσμου κι ἐμεῖς γίναμε ἐκμεταλλευτές. Ἐσύ ὅρισες νά φυλάσσουμε τό περιβάλλον κι ἐμεῖς τό καταστρέφουμε. Ἐσύ μᾶς ἔβαλες οἰκονόμους τοῦ φυσικοῦ πλούτου καί ὑπεύθυνους γιά τήν κατανομή του ὥστε νά ἐπαρκεῖ γιά ὅλους, κι ἐμεῖς ἀπό τήν ἀπληστία μας ὄχι μόνο στερήσαμε ἀπό ἀδελφούς μας ἀνά τόν κόσμο μέ διάφορες προφάσεις τά ἀπαραίτητα, ἀλλά καί καταστρέψαμε τά οἰκοσυστήματα, προκαλέσαμε τήν κλιματική κρίση καί ὑπερεκμεταλλευόμαστε τόν πλανήτη χωρίς νά σκεφτόμαστε τά παιδιά μας. Δίκιο ἔχεις νά αἴρεις τή Χάρη Σου Κύριε.

Ἄκουσε Κύριε. Ἑσύ εἶσαι ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας Σου. Ὅμως, Ἐσύ μᾶς παρέδωκες αὐτήν τήν Ἐκκλησία, καθώς Ἐσύ ὅρισες νά ἐνεργοῦνται ὅσα χρειάζονται γιά νά σωθεῖ ό κόσμος καί ὁ ἄνθρωπος δι’ἀνθρώπων. Δέν λειτουργοῦν ἄγγελοι στό Θυσιαστήριό Σου, Κύριε. Ἀνθρώπους ἔβαλες καί τούς παρέδωκες τή Χάρη τῶν σωτηρίων Μυστηρίων Σου γιά νά τελεσιουργοῦνται τά Θειότατα ὑπέρ τῶν ἀνθρώπων. Τί κάνεις τώρα μέ τούς ἀνθρώπους Σου, Κύριε; 

Ἄκουσε Κύριε. Ἐμᾶς πού ὅρισες νά σηκώνουμε τό εἰδικό βάρος τῆς διαδοχῆς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων, δέν μᾶς κατέστησες ποιμένες τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἀλλά συγκεκριμένου ποιμνίου. Ἐσύ μᾶς προσκάλεσες νά γίνουμε «ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Κι Ἐσύ συνάρτησες τή δική μας σωτηρία μέ τήν εὐθύνη γιά τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Ἐσύ δέν ἐπέτρεψες ποτέ οἱ Κληρικοί Σου νά προέρχονται ἀπό συγκεκριμένη τάξη ἤ νά ἀπαρτίζουν ἰδιαίτερη κάστα μέ προνομιακή μεταχείριση. Ὅλοι προερχόμαστε ἀπό τόν λαό τοῦ τόπου μας, διακονοῦμε αὐτόν τόν λαό καί ἐνεργοῦμε ὑπέρ αὐτοῦ. Καί συμπορευόμαστε μέ αὐτόν τόν λαό στίς χαρές καί τίς λύπες του, στήν προκοπή καί τή δοκιμασία του, στό μαρτύριο καί τή δόξα του. Δέν ὑπάρχει περίπτωση, γιά ὁποιονδήποτε λόγο, νά ξεχωρίσουμε ἀπό αὐτόν τόν λαό Κύριε.

Ἄκουσε Κύριε. Ἐσύ ἀνέχθηκες τόν Προφήτη Μωυσῆ, ἀφοῦ βρῆκε τούς Ἰσραηλίτες νά Σέ ἀπαρνοῦνται λατρεύοντας τό χρυσό μοσχάρι, νά ἀνεβαίνει τρέχοντας τό Σινᾶ γιά νά παρακαλέσει τή συγγνώμη Σου γιά τόν λαό Σου, στόν ὁποῖον Ἐσύ τόν ὅρισες ὑπεύθυνο. Τί σοῦ εἶπε τότε Κύριε; Θυμᾶσαι; «Ἐάν μέν θέλεις νά συγχωρήσεις τήν ἁμαρτία τους, συγχώρησέ την∙ ἀλλιῶς σβῆσε κι ἐμένα ἀπό τό βιβλίο τῆς ζωῆς ὅπου μέ ἔχεις γραμμένο» (Ἐξ. λβ΄,32). Δέχθηκες τότε αὐτήν τήν πιεστική παράκληση Κύριε.

Ἄκουσε Κύριε. Λίγο πρίν ἀνέβεις στόν Σταυρό Σου, στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ, εἶπες προσευχόμενος: «Πάτερ, (…) ὅτε ἤμην μετ’ αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου· οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας» (Ἰω. ιζ΄,12), διαβεβαιώνοντας τόν Επουράνιο Πατέρα ὅτι ὅσο ἤσουν μαζί τους, διαφύλαξες τούς δικούς Σου ἀνθρώπους καί δέν χάθηκε κανείς, παρά μόνον αὐτός πού ἀπό μόνος του ἀποφάσισε τόν χαμό του. Τούς διαφύλαξες ὄντας διαρκῶς μαζί τους, χωρίς νά διακρίνεσαι καί νά ξεχωρίζεις ἀπό αὐτούς. Μᾶς ἔδωσες παράδειγμα Κύριε.

Πές μου τώρα Κύριε. Φέτος ὁ λαός πού Ἐσύ μοῦ ἐμπιστεύθηκες, ἐμποδίζεται νά κοινωνήσει. Τί πρέπει νά κάνω Κύριε; Νά ἐκμεταλλευτῶ τή θέση μου καί νά ξεχωρίσω; Νά μετέχω τοῦ Ποτηρίου τῆς Ζωῆς ἀπευθύνοντας ἁπλῶς παραμυθητικούς λόγους σέ ὅσους τό στεροῦνται; Γι’ αὐτό μέ ὅρισες Ποιμένα τοῦ λαοῦ Σου; Ἄκουσε Κύριε. Ἐάν δέν εὐδοκήσεις ὥστε ὁ λαός Σου νά λάβει τό Τίμιο Σῶμα Σου καί τό Ἄχραντο Αἷμα Σου, δέν μπορῶ νά τό λάβω οὔτε ἐγώ. Κατάλαβέ με, συγχώρεσέ με καί φώτιζέ με Κύριε.